περιθαμβής

περιθαμβής
-ές, Α
1. έκθαμβος, θαμπωμένος από το ισχυρό φως
2. καταφοβισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* -θαμβής (< θάμβος), πρβλ. πολυ-θαμβής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • περιθαμβής — marvelling greatly masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιθαμβές — περιθαμβής marvelling greatly masc/fem voc sg περιθαμβής marvelling greatly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιθαμβέες — περιθαμβής marvelling greatly masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάμβος — το (Α θάμβος, εος, τό και θάμβος, ὁ) 1. έκπληξη, κατάπληξη, ξάφνιασμα («και ἐγένετο θάμβος ἐπὶ πάντας», ΚΔ) 2. φόβος που προέρχεται από τη θέα κάποιου καταπληκτικού πράγματος 3. λαμπρότητα, μεγαλείο που προκαλεί κατάπληξη ή θαυμασμό νεοελλ. ιατρ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”